υφεν

υφεν
    ὑφέν
    I
    n к ὑφείς См. υφεις
    II
    ἥ [εἷς] (sc. γραμμή) соединительная скоба или черта
    

ἀναγινώσκειν ὑ. Plut. — читать слитно


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υφεν" в других словарях:

  • υφέν — ὑφέν, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ ἕν Α επίρρ. (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η υφέν (αρχ. γραμμ.) το σημείο σύνδεσης που ετίθετο κάτω από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τόν συνδέσει με τον αρχικό τής επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • ὑφέν — ὑφίημι let down aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… …   Dictionary of Greek

  • ԵՆԹԱՄՆԱՅ — (ի, իւ.) NBH 1 0659 Chronological Sequence: 13c գ. ὐφέν subunio Գիծ ձգեալ ի ստորէ բառից բարդելոց՝ մանաւանդ առանց ա տառի, ի նշանակ զօդելոյ. որպէս եւ ի յօդել զբառն հատուածեալ ի տողադարձս. զորօրինակ բարձ ընտիր, նոյ ընծայ, օրէնս ուսոյց. եւ ա րեւ, ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»